Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το παρατηρητήριο

  • 1 наблюдательный

    наблюдательный 1) παρατηρητικός· προσεχτικός (внимательный) 2): \наблюдательный пункт το παρατηρητήριο
    * * *
    1) παρατηρητικός; προσεχτικός ( внимательный)
    2)

    наблюда́тельный пункт — το παρατηρητήριο

    Русско-греческий словарь > наблюдательный

  • 2 пост

    1. (место, пункт) το κέντρο, ο σταθμός, το σημείο· - живучести мор. - επιστασίας ασφάλειας
    - управления рулём мор. - ελέγχου/χειρισμού του πηδαλίου
    - швартовки мор. τοσημείο πρόσδεσης
    2. (ответственная должность) η θέση, το αξίωμα, το πόστο (ξεν.)3.(лицо или группа лиц, поставленные наопределённом месте для охраны или наблюдения) η σκοπιά, το παρατηρητήριο
    на-у στη -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пост

  • 3 наблюдательный

    наблюдатель||ный
    прил I. (служащий для наблюдения) παρατηρητικός, ἐρευνητικός:
    \наблюдательныйный пункт воен. τό παρατηρητήριο[ν]·
    2. (о человеке) παρατηρητικός, διορατικός.

    Русско-новогреческий словарь > наблюдательный

  • 4 пункт

    пункт
    м
    1. (место) ὁ σταθμός:
    сборный \пункт ὁ τόπος συγκέντρωσης· командный \пункт ὁ σταθμός διοίκησης· наблюдательный \пункт τό παρατηρητήριο[ν]· призывной \пункт τό στρατολογικό[ν] γραφεῖο[ν], τό κέντρο[ν] ἐπιστρατεύσεως· опорный \пункт воен. ἡ ὁχυρά βάσις, τό ὁχυρωμένο ση-,μεῖο, τό σημείο στήριξης· \пункт медицинской помощи ὁ σταθμός ἱατρικής περιθάλψεως· переговорный \пункт ὁ τηλεφωνικός σταθμός· населенный \пункт ὁ κατοικημένος χώρος, ὁ τόπος·
    2. (момент) τό σημείο[ν], ὁ σταθμός:
    кульминационный \пункт τό κατακόρυφο, τό κορύφωμα, ὁ κολοφών поворотный \пункт ἡ καμπή, τό σημείο στροφής·
    3. (раздел) τό ἄρθροΜ/ ἡ παράγραφος (параграф):
    изложить по \пунктам ἐκθέτω κατ' ἀρθρον
    4. полигр. ἡ στιγμή.

    Русско-новогреческий словарь > пункт

  • 5 бельведер

    α.
    (αρχτ.) πύργος. || παράτηρητηριο.

    Большой русско-греческий словарь > бельведер

  • 6 вышка

    θ.
    1. πύργος• κορυφή.
    2. ικρίωμα• εξέδρα•

    наблюдательная вышка παρατηρητήριο•

    буровая вышка ικρίωμα γεώτρησης•

    судейская вышка το κάθισμα (εξέδρα) του διαιτητή•

    прыжок в воду с -и πήδημα στο νερό από την εξέδρα.

    Большой русско-греческий словарь > вышка

  • 7 каланча

    θ.
    παρατηρητήριο πυροσβεστικής υπηρεσίας.

    Большой русско-греческий словарь > каланча

  • 8 крепостной

    επ.
    1. δουλοκτητικός•

    -ые отношения δουλοκτητικές σχέσεις•

    -ое хозяйство δουλοκτητικό νοικοκυριό.

    2. πού ανήκει στο δουλοκτήτη•

    -ые крестьяне δουλοπάροικοι αγρότες.

    || ουσ. крепостной, -ая δουλοπάροικος, -η.
    επ.
    του φρουρίου, του κάστρου•

    -ая башня πύργος (παρατηρητήριο) του φρουρίου.

    επ.
    της αγοραπωλησίας•

    крепостной акт πράξη αγοραπωλησίας (έγγραφο).

    Большой русско-греческий словарь > крепостной

  • 9 наблюдательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -но
    παρατηρητικός• ερευνητικός•

    наблюдательный человек παρατηρητικός άνθρωπος•

    наблюдательный взгляд ερευνητικό βλέμμα.

    || της παρατήρησης, για παρατήρηση•

    наблюдательный пункт το παρατηρητήριο.

    Большой русско-греческий словарь > наблюдательный

  • 10 обзорный

    επ.
    1. της παρατήρησης, της επισκόπησης•

    -ая позиция το παρατηρητήριο.

    2. της επισκόπησης, της ανασκόπησης•

    -ая лекция διάλεξη με χαρακτήρα επισκόπησης.

    Большой русско-греческий словарь > обзорный

  • 11 окно

    -а, πλθ. окна, окон, окнам ουδ.
    1. παράθυρο•

    комната в три окна δωμάτιο με τρία παράθυρα•

    открываю окно ανοίγω το παράθυρο.

    || κατώφλι παράθυρου•

    сесть на окно κάθομαι στο παράθυρο.

    2. οπή, τρύπα•

    окно для пропуска воды οπή διαρροής νερού.

    || μτφ. θεωρείο, παρατηρητήριο•

    окно в Европу παράθυρο προς την Ευρώπη•

    окно в жизнь, в мир παράθυρο προς τη ζωή, προς τον κόσμο.

    3. (διαλκ.) βαθύ μέρος βάλτου (αχορτάριαστο).
    4. ελεύθερη ώρα (ωρολογίου προγράμματος), χωρίς μάθημα.

    Большой русско-греческий словарь > окно

  • 12 пост

    -а, προθτ. о -, на -у а.
    1. φυλάκιο σταθμός• σκοπιά, παρατηρητήριο.
    2. φρουρός, -ροι• φρουρά.
    3. πόστο, θέση, αξίωμα.
    εκφρ.
    на -у – στο πόστο, στη θέση (στο καθήκον)•
    стоять (быть) на -у – στέκομαι στο πόστο (εκτελώ το καθήκον).
    -а, προθ. о -е, на -у α. (εκκλσ.) η νηστεία•

    соблвдать пост κρατώ νηστεία•

    по случаю -а λόγω νηστείας•

    строгий пост αυστηρή νηστεία.

    || αποχή από κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > пост

  • 13 пункт

    α.
    1. σημείο•

    стратегический στρατηγικό σημείο•

    наблюдательный пункт το παρατηρητήριο•

    сборный пункт σημείο συγκέντρωσης•

    поворотный пункт καμπή, στροφή.

    2. σταθμός•

    командный пункт σταθμός διοίκησης•

    медицинский пункт σταθμός πρώτων βοηθειών.

    || τόπος, μέρος• χώρος•

    населенный пункт κατοικημένο μέρος.

    3. σημείο, μέρος (κειμένου, λόγου κ.τ.τ.).
    σημείο ανάπτυξης•

    кульминационный пункт το ύψιστο σημείο, το κορύφωμα, ο κολοφώνας.

    4. (τυπγρ.) η στιγμή.
    εκφρ.
    по -ам ή пункт за -ом – κατ άρθρο ένα-ένα, με τη σειρά.

    Большой русско-греческий словарь > пункт

  • 14 сторожевой

    επ.
    του φύλακα, του φρουρού ή του σκοπού•

    -ая вышка παρατηρητήριο σκοπού•

    сторожевой судно, сторожевой катер το περιπολικό•

    -ая будка η σκοπιά•

    сторожевой пс το μαντρόσκυλο.

    || ως ουσ. βλ. сторожевик.

    Большой русско-греческий словарь > сторожевой

  • 15 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

См. также в других словарях:

  • παρατηρητήριο — Ειδική θέση από την οποία παρακολουθούνται οι κινήσεις και οι δραστηριότητες του εχθρού. Π. χρησιμοποιούνται σε όλες τις μορφές της μάχης και η τοποθεσία του ορίζεται από τον διοικητή. Όταν η επίθεση βρίσκεται σε εξέλιξη, το π. μπορεί να είναι… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • ημεροσκοπείον — Αποικιακή εγκατάσταση των αρχαίων Φωκαέων στην ανατολική ακτή της Ιβηρικής χερσονήσου, ΒΔ από το ακρωτήριο Νάο. Ήταν μικρός οικισμός που, όπως φαίνεται από την ονομασία του, τον χρησιμοποιούσαν ως παρατηρητήριο. Στην περιοχή του υπήρχε ιερό της… …   Dictionary of Greek

  • Έβανς, όρος — Η ψηλότερη κορυφή (4.346 μ.) της οροσειράς Φροντ Ρέιντζ στο κεντρικό Κολοράντο των ΗΠΑ. Από το 1936 λειτουργεί εκεί παρατηρητήριο και επιστημονικό εργαστήριο, που υπάγεται στο πανεπιστήμιο του Ντένβερ. Το παρατηρητήριο αυτό ασχολείται… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • Nikodim Tsarknias — (Greek: Νικόδημος Τσαρκνιάς, Macedonian: Никодим Царкњас) is an ethnic Macedonian Orthodox Christian monk and self declared Archimandrite who originates from the Greek region of Macedonia. In 1973 he was an ordained as a member of the Greek… …   Wikipedia

  • National broadband plans from around the world — Broadband is a term normally considered to be synonymous with a high speed connection to the internet. The term itself is technology neutral; broadband can be delived by a range of technologies including DSL, LTE or next generation access. This… …   Wikipedia

  • αερολογία — Αεροκουβέντες, λόγια του αέρα, άσκοπες φλυαρίες, ματαιολογίες. (Μετεωρ.) Κλάδος της μετεωρολογίας, που μελετά τα φαινόμενα της ελεύθερης ατμόσφαιρας, δηλαδή ασχολείται με μελέτες σε ύλη πάνω από 3.000 μ. όπου τα ατμοσφαιρικά στρώματα δεν… …   Dictionary of Greek

  • αστεροσκοπείο — Ίδρυμα στο οποίο εκτελούνται παρατηρήσεις, μελέτες και έρευνες για τις κινήσεις και τη φύση των ουράνιων σωμάτων. Σε πολλά α. εκτελούνται ταυτόχρονα και άλλες εργασίες που σχετίζονται κυρίως με τη μετεωρολογία και τη σεισμολογία. Τα αρχαιότατα α …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»